作业 έννοια και προφορά

作业
Απλοποιημένη λέξη
作業
Παραδοσιακή λέξη

作业 ελληνικός ορισμός

zuò yè

  • λειτουργία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zuò): φτιαχνω, κανω
  • (yè): βιομηχανία

Παραδείγματα ποινών με 作业

  • 请大家把作业本儿拿出来。
    Qǐng dàjiā bǎ zuòyè běn er ná chūlái.
  • 我每天做作业。
    Wǒ měitiān zuò zuo yè.
  • 我要先写完作业,然后再看电视。
    Wǒ yào xiān xiě wán zuòyè, ránhòu zài kàn diànshì.
  • 今天的作业你写完了吗?
    Jīntiān de zuòyè nǐ xiě wánliǎo ma?