作为 έννοια και προφορά

作为
Απλοποιημένη λέξη
作為
Παραδοσιακή λέξη

作为 ελληνικός ορισμός

zuò wéi

  • οπως και

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zuò): φτιαχνω, κανω
  • (wèi): για