作弊 έννοια και προφορά

作弊
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

作弊 ελληνικός ορισμός

zuò bì

  • απάτη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zuò): φτιαχνω, κανω
  • (bì): μειονέκτημα