作文 έννοια και προφορά

作文
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

作文 ελληνικός ορισμός

zuò wén

  • σύνθεση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zuò): φτιαχνω, κανω
  • (wén): κείμενο