例外 έννοια και προφορά

例外
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

例外 ελληνικός ορισμός

lì wài

  • εξαίρεση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (lì): παράδειγμα
  • (wài): εξωτερικός