外 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

外 ελληνικός ορισμός

wài

  • εξωτερικός

Επίπεδα HSK


Παραδείγματα ποινών με 外

  • 我在门外等你。
    Wǒ zài mén wài děng nǐ.
  • 外面下雨了。
    Wàimiàn xià yǔle.
  • 那些学生是外校的。
    Nàxiē xuéshēng shì wài xiào de.
  • 你向着门外走。
    Nǐ xiàngzhe mén wài zǒu.
  • 想学好外语,要多开口说。
    Xiǎng xuéhǎo wàiyǔ, yào duō kāikǒu shuō.

Λέξεις που περιέχουν 外, ανά επίπεδο HSK