侦探 έννοια και προφορά

侦探
Απλοποιημένη λέξη
偵探
Παραδοσιακή λέξη

侦探 ελληνικός ορισμός

zhēn tàn

  • ντεντεκτίβ

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zhēn): ανιχνεύουν
  • (tàn): εξερευνώ