探
探 ελληνικός ορισμός
tàn
- εξερευνώ
tàn
- εξερευνώ
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 探, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 勘探 (kān tàn) : εξερεύνηση
- 探测 (tàn cè) : ανιχνεύουν
- 探索 (tàn suǒ) : εξερευνώ
- 探讨 (tàn tǎo) : εξερευνώ
- 探望 (tàn wàng) : επίσκεψη
- 侦探 (zhēn tàn) : ντεντεκτίβ