信封 έννοια και προφορά

信封
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

信封 ελληνικός ορισμός

xìn fēng

  • φάκελος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (xìn): γράμμα
  • (fēng): σφραγίδα

Παραδείγματα ποινών με 信封

  • 他把写好的信放进了信封里。
    Tā bǎ xiě hǎo de xìn fàng jìnle xìnfēng lǐ.