封
封 ελληνικός ορισμός
fēng
- σφραγίδα
fēng
- σφραγίδα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 封
-
他把写好的信放进了信封里。
Tā bǎ xiě hǎo de xìn fàng jìnle xìnfēng lǐ.
Λέξεις που περιέχουν 封, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 信封 (xìn fēng) : φάκελος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 封闭 (fēng bì) : κλειστό
- 封建 (fēng jiàn) : φεουδαρχικός
- 封锁 (fēng suǒ) : αποκλεισμός
- 密封 (mì fēng) : σφραγίδα