修改
                
                
                
                Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη
                
                
            修改 ελληνικός ορισμός
        
            xiū gǎi
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - τροποποιώ
xiū gǎi
- τροποποιώ
