倒霉 έννοια και προφορά

倒霉
Απλοποιημένη λέξη
倒黴
Παραδοσιακή λέξη

倒霉 ελληνικός ορισμός

dǎo méi

  • ατυχος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dào): ανεστραμμένο
  • (méi): μούχλα