倒 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

倒 ελληνικός ορισμός

dào

  • ανεστραμμένο

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά


Παραδείγματα ποινών με 倒

  • 大风把树刮倒了。
    Dàfēng bǎ shù guā dàole.
  • 请在沙发上坐一会儿,我去给您倒杯茶。
    Qǐng zài shāfā shàng zuò yīhuǐ'er, wǒ qù gěi nín dào bēi chá.

Λέξεις που περιέχουν 倒, ανά επίπεδο HSK