倒
倒 ελληνικός ορισμός
dào
- ανεστραμμένο
dào
- ανεστραμμένο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 倒
-
大风把树刮倒了。
Dàfēng bǎ shù guā dàole. -
请在沙发上坐一会儿,我去给您倒杯茶。
Qǐng zài shāfā shàng zuò yīhuǐ'er, wǒ qù gěi nín dào bēi chá.
Λέξεις που περιέχουν 倒, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
-
倒 (dào): ανεστραμμένο
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 倒霉 (dǎo méi) : ατυχος
- 摔倒 (shuāi dǎo ) : πτώση
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 倒闭 (dǎo bì) : κατάρρευση
- 颠倒 (diān dǎo) : αντιστροφη