值班 έννοια και προφορά

值班
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

值班 ελληνικός ορισμός

zhí bān

  • στο καθήκον

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zhí): αξία
  • (bān): τάξη