班
班 ελληνικός ορισμός
bān
- τάξη
bān
- τάξη
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 班
-
坐公共汽车去上班。
Zuò gōnggòng qìchē qù shàngbān. -
我在一个公司上班。
Wǒ zài yīgè gōngsī shàngbān. -
我可能不能去上班了。
Wǒ kěnéng bùnéng qù shàngbānle. -
你可以开我的车去上班。
Nǐ kěyǐ kāi wǒ de jū qù shàngbān. -
我妻子上班去了。
Wǒ qīzi shàngbān qùle.
Λέξεις που περιέχουν 班, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 2
- 上班 (shàng bān) : να δουλέψω
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
-
班 (bān): τάξη
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 航班 (háng bān) : πτήση
- 加班 (jiā bān) : στο περασμα του χρονου
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 值班 (zhí bān) : στο καθήκον