充满 έννοια και προφορά

充满
Απλοποιημένη λέξη
充滿
Παραδοσιακή λέξη

充满 ελληνικός ορισμός

chōng mǎn

  • γεμάτος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (chōng): χρέωση
  • (mǎn): γεμάτος