充
充 ελληνικός ορισμός
chōng
- χρέωση
chōng
- χρέωση
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 充, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 补充 (bǔ chōng) : συμπλήρωμα
- 充电器 (chōng diàn qì) : φορτιστής
- 充分 (chōng fèn) : γεμάτος
- 充满 (chōng mǎn) : γεμάτος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 充当 (chōng dāng) : συμπεριφέρομαι σαν
- 充沛 (chōng pèi) : άφθονος
- 充实 (chōng shí) : εμπλουτίζω
- 充足 (chōng zú) : επαρκής
- 扩充 (kuò chōng) : επέκταση
- 冒充 (mào chōng) : υποδύομαι