公共汽车 έννοια και προφορά

公共汽车
Απλοποιημένη λέξη
公共汽車
Παραδοσιακή λέξη

公共汽车 ελληνικός ορισμός

gōng gòng qì chē

  • λεωφορείο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gōng): δημόσιο
  • (gòng): σύνολο
  • (qì): ατμός
  • (chē): αυτοκίνητο

Παραδείγματα ποινών με 公共汽车

  • 坐公共汽车去上班。
    Zuò gōnggòng qìchē qù shàngbān.
  • 坐公共汽车去,要 20 分钟。
    Zuò gōnggòng qìchē qù, yào 20 fēnzhōng.
  • 我们可以坐 10路公共汽车去。
    Wǒmen kěyǐ zuò 10 lù gōnggòng qìchē qù.
  • 你是开车去还是坐公共汽车去?
    Nǐ shì kāichē qù háishì zuò gōnggòng qìchē qù?