车
車
车 ελληνικός ορισμός
chē
- αυτοκίνητο
chē
- αυτοκίνητο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 砗 : αχιβάδα
Παραδείγματα ποινών με 车
-
我坐出租车回家。
Wǒ zuò chūzūchē huí jiā. -
我回开车。
Wǒ huí kāichē. -
我开了三年出租车了。
Wǒ kāile sān nián chūzū chēle. -
我们的车在那(那儿)。
Wǒmen de jū zài nà (nà'er). -
我下午 3 点去火车站。
Wǒ xiàwǔ 3 diǎn qù huǒchē zhàn.
Λέξεις που περιέχουν 车, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 1
- 出租车 (chū zū chē) : ταξί
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 2
- 公共汽车 (gōng gòng qì chē) : λεωφορείο
- 火车站 (huǒ chē zhàn) : σιδηροδρομικό σταθμό
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 自行车 (zì xíng chē) : ποδήλατο
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 堵车 (dǔ chē) : μποτιλιάρισμα
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 车库 (chē kù) : γκαράζ
- 车厢 (chē xiāng) : αυτοκίνητο
- 救护车 (jiù hù chē) : ασθενοφόρο
- 卡车 (kǎ chē) : φορτηγό
- 列车 (liè chē ) : τρένο
- 摩托车 (mó tuō chē) : μοτοσυκλέτα
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 刹车 (shā chē) : φρένο