兼职 έννοια και προφορά

兼职
Απλοποιημένη λέξη
兼職
Παραδοσιακή λέξη

兼职 ελληνικός ορισμός

jiān zhí

  • μερικής απασχόλησης

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jiān): μαμά
  • (zhí): θέση