职
職
职 ελληνικός ορισμός
zhí
- θέση
zhí
- θέση
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 侄 : ανιψιός
- 值 : αξία
- 埴 : soil with large clay content;
- 執 : Executive
- 懫 : enraged; resentful; to hate; to desist;
- 戠 : to gather; old variant of 埴[zhi2];
- 执 : περίμενε
- 摭 : pick up; to select;
- 柣 : threshold;
- 植 : φυτό
- 樴 : stake; picket;
- 殖 : επιοικίζω
- 直 : ευθεία
- 秷 : sound of reaping;
- 稙 : early-planted crop;
- 絷 : to connect; to tie up;
- 職 : Job
- 蘵 : Physalis angulata;
- 踯 : hesitating; to stop;
- 蹠 : metatarsus; sole of foot; to tread on;
Παραδείγματα ποινών με 职
-
你理想中的职业是什么?
Nǐ lǐxiǎng zhōng de zhíyè shì shénme?
Λέξεις που περιέχουν 职, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 职业 (zhí yè) : επάγγελμα
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 辞职 (cí zhí) : παραίτηση
- 兼职 (jiān zhí) : μερικής απασχόλησης
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 就职 (jiù zhí) : εγκαίνια
- 职能 (zhí néng) : λειτουργία
- 职位 (zhí wèi) : θέση
- 职务 (zhí wù) : θέση