出生 έννοια και προφορά

出生
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

出生 ελληνικός ορισμός

chū shēng

  • γεννημένος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (chū): εξω
  • (shēng): γεννάω

Παραδείγματα ποινών με 出生

  • 女儿是 1990 年出生的。
    Nǚ'ér shì 1990 nián chūshēng de.