分手 έννοια και προφορά

分手
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

分手 ελληνικός ορισμός

fēn shǒu

  • χωρίζω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fēn): λεπτό
  • (shǒu): χέρι