分
分 ελληνικός ορισμός
fēn
- λεπτό
fēn
- λεπτό
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 分
-
几分钟?
Jǐ fēnzhōng? -
我想休息几分钟。
Wǒ xiǎng xiūxí jǐ fēnzhōng. -
从我家到公司,开车要 20 分钟。
Cóng wǒjiā dào gōngsī, kāichē yào 20 fēnzhōng. -
你还要再等我 10 分钟。
Nǐ hái yào zài děng wǒ 10 fēnzhōng. -
坐公共汽车去,要 20 分钟。
Zuò gōnggòng qìchē qù, yào 20 fēnzhōng.
Λέξεις που περιέχουν 分, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 1
- 分钟 (fēn zhōng) : λεπτό
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
-
分 (fēn): λεπτό
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 百分之 (bǎi fēn zhī ) : τοις εκατό
- 部分 (bù fen) : ενότητα
- 十分 (shí fēn) : πολύ
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 成分 (chéng fèn) : συστατικό
- 充分 (chōng fèn) : γεμάτος
- 分别 (fēn bié) : αντίστοιχα
- 分布 (fēn bù) : διανέμονται
- 分配 (fēn pèi) : κατανομή
- 分手 (fēn shǒu) : χωρίζω
- 分析 (fēn xī) : ανάλυση
- 过分 (guò fèn) : υπερβολικό
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 处分 (chǔ fèn) : κύρωση
- 分辨 (fēn biàn) : διακρίνω
- 分寸 (fēn cun) : μετρούν
- 分红 (fēn hóng) : μερίσματα
- 分解 (fēn jiě) : έπαθε βλάβη
- 分裂 (fēn liè) : διαίρεση
- 分泌 (fēn mì) : έκκριση
- 分明 (fēn míng) : διακριτή
- 分歧 (fēn qí) : διαφωνία
- 分散 (fēn sàn) : διασπορά
- 分量 (fèn liàng) : τμήμα
- 划分 (huà fēn) : διαιρέστε
- 区分 (qū fēn) : διακρίνω
- 万分 (wàn fēn) : επακρώς