分泌 έννοια και προφορά

分泌
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

分泌 ελληνικός ορισμός

fēn mì

  • έκκριση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fēn): λεπτό
  • (mì): εκκριση