分解 έννοια και προφορά

分解
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

分解 ελληνικός ορισμός

fēn jiě

  • έπαθε βλάβη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fēn): λεπτό
  • (jiě): λύση