分辨 έννοια και προφορά

分辨
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

分辨 ελληνικός ορισμός

fēn biàn

  • διακρίνω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fēn): λεπτό
  • (biàn): διακρίνω