分量 έννοια και προφορά

分量
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

分量 ελληνικός ορισμός

fèn liàng

  • τμήμα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fēn): λεπτό
  • (liàng): το ποσό