分钟 έννοια και προφορά

分钟
Απλοποιημένη λέξη
分鍾
Παραδοσιακή λέξη

分钟 ελληνικός ορισμός

fēn zhōng

  • λεπτό

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fēn): λεπτό
  • (zhōng): κουδούνι

Παραδείγματα ποινών με 分钟

  • 几分钟?
    Jǐ fēnzhōng?
  • 我想休息几分钟。
    Wǒ xiǎng xiūxí jǐ fēnzhōng.
  • 从我家到公司,开车要 20 分钟。
    Cóng wǒjiā dào gōngsī, kāichē yào 20 fēnzhōng.
  • 你还要再等我 10 分钟。
    Nǐ hái yào zài děng wǒ 10 fēnzhōng.
  • 坐公共汽车去,要 20 分钟。
    Zuò gōnggòng qìchē qù, yào 20 fēnzhōng.