刊物 έννοια και προφορά

刊物
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

刊物 ελληνικός ορισμός

kān wù

  • δημοσίευση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (kān): εφημερίδα
  • (wù): τα πράγματα