列车 έννοια και προφορά

列车
Απλοποιημένη λέξη
列車
Παραδοσιακή λέξη

列车 ελληνικός ορισμός

liè chē

  • τρένο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (liè): στήλη
  • (chē): αυτοκίνητο