利用 έννοια και προφορά

利用
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

利用 ελληνικός ορισμός

lì yòng

  • χρήση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (lì): κέρδος
  • (yòng): χρήση