用
用 ελληνικός ορισμός
yòng
- χρήση
yòng
- χρήση
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 醟 : to drink to excess; dissolute;
Παραδείγματα ποινών με 用
-
我来中国 1 个月了,已经会用筷子了。
Wǒ lái zhōngguó 1 gè yuèle, yǐjīng huì yòng kuàizile. -
哥哥跑 100 米只用了 15秒。
Gēgē pǎo 100 mǐ zhǐ yòngle 15 miǎo. -
我想去银行办一张信用卡。
Wǒ xiǎng qù yínháng bàn yī zhāng xìnyòngkǎ. -
我用了两个小时打扫房间。
Wǒ yòngle liǎng gè xiǎoshí dǎsǎo fángjiān. -
请用这些词语说几个句子。
Qǐng yòng zhèxiē cíyǔ shuō jǐ gè jùzi.
Λέξεις που περιέχουν 用, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 信用卡 (xìn yòng kǎ) : πιστωτική κάρτα
-
用 (yòng): χρήση
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 使用 (shǐ yòng) : χρήση
- 作用 (zuò yòng) : αποτέλεσμα
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 利用 (lì yòng) : χρήση
- 日用品 (rì yòng pǐn) : καθημερινές ανάγκες
- 实用 (shí yòng) : πρακτικός
- 应用 (yìng yòng) : εφαρμογή
- 用功 (yòng gōng) : δούλεψε σκληρά
- 用途 (yòng tú) : χρήση
- 运用 (yùn yòng) : χρήση
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 耐用 (nài yòng) : διαρκής
- 通用 (tōng yòng) : παγκόσμιος
- 引用 (yǐn yòng) : παραθέτω, αναφορά
- 用户 (yòng hù) : χρήστης