力气 έννοια και προφορά

力气
Απλοποιημένη λέξη
力氣
Παραδοσιακή λέξη

力气 ελληνικός ορισμός

lì qi

  • δύναμη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (lì): δύναμη
  • (qì): αέριο

Παραδείγματα ποινών με 力气

  • 走了这么多路,我累得一点儿力气都没有了。
    Zǒule zhème duō lù, wǒ lèi dé yīdiǎn er lìqì dōu méiyǒule.