气
氣
气 ελληνικός ορισμός
qì
- αέριο
qì
- αέριο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 䏌 : 棃
- 咠 : to whisper; to blame, to slander;
- 器 : συσκευή
- 契 : to carve; carved words; to agree; a contract; a deed;
- 弃 : εγκαταλειμμένος
- 憩 : to rest;
- 栔 : carve; cut;
- 槭 : maple; also pr. [zu2]; Taiwan pr. [cu4];
- 気 : Japanese variant of 氣|气;
- 氣 : gas
- 汔 : near;
- 汽 : ατμός
- 泣 : κλαίω
- 犵 : name of a tribe;
- 砌 : to build by laying bricks or stones;
- 碛 : moraine; rocks in shallow water;
- 芞 : a kind of aromatic herb (old);
- 葺 : to repair;
- 蟿 : (insect); Tryxalis masuta;
- 謦 : cough slightly;
- 讫 : finished;
- 迄 : μέχρι
Παραδείγματα ποινών με 气
-
谢谢!不客气!
A: Xièxiè! B: Bùkèqì! -
今年二月天气很冷。
Jīnnián èr yuè tiānqì hěn lěng. -
今天天气很汉语。
Jīntiān tiānqì hěn hànyǔ. -
今天天气晴/阴。
Jīntiān tiānqì qíng/yīn. -
今天的天气非常好。
Jīntiān de tiānqì fēicháng hǎo.
Λέξεις που περιέχουν 气, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 1
- 不客气 (bú kè qi) : παρακαλώ
- 天气 (tiān qì) : ο καιρός
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 生气 (shēng qì) : τσαντισμένος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 空气 (kōng qì) : αέρας
- 力气 (lì qi) : δύναμη
- 脾气 (pí qi) : ιδιοσυγκρασία
- 气候 (qì hòu) : κλίμα
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 气氛 (qì fēn) : ατμόσφαιρα
- 淘气 (táo qì) : άτακτος
- 小气 (xiǎo qi) : τσιγκούνης
- 勇气 (yǒng qì) : θάρρος
- 语气 (yǔ qì) : τόνος
- 运气 (yùn qi) : τυχη
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 喘气 (chuǎn qì) : λαχανιάζω
- 风气 (fēng qì) : ατμόσφαιρα
- 服气 (fú qì) : πεισμένος
- 福气 (fú qi) : ευλογία
- 和气 (hé qi) : καλοσύνη
- 娇气 (jiāo qì) : τάση προς εμετό
- 口气 (kǒu qì) : τόνος
- 理直气壮 (lǐ zhí qì zhuàng) : ειλικρινής
- 气概 (qì gài) : πνεύμα
- 气功 (qì gōng) : τσιγκόνγκ
- 气魄 (qì pò) : τολμηρός
- 气色 (qì sè) : χροιά
- 气势 (qì shì) : ορμή
- 气味 (qì wèi) : οσμή
- 气象 (qì xiàng) : μετεωρολογικός
- 气压 (qì yā) : πίεση αέρα
- 气质 (qì zhí ) : ιδιοσυγκρασία
- 神气 (shén qì) : αέρας
- 叹气 (tàn qì) : στεναγμός
- 天然气 (tiān rán qì) : φυσικό αέριο
- 泄气 (xiè qì) : αποθαρρυνμένος
- 氧气 (yǎng qì) : οξυγόνο
- 朝气蓬勃 (zhāo qì péng bó) : σθεναρός
- 争气 (zhēng qì) : νίκη
- 正气 (zhèng qì) : νομιμότητα
- 志气 (zhì qì) : φιλοδοξία