功劳 έννοια και προφορά

功劳
Απλοποιημένη λέξη
功勞
Παραδοσιακή λέξη

功劳 ελληνικός ορισμός

gōng láo

  • πίστωση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gōng): δουλειά
  • (láo): εργασία