劳
勞
劳 ελληνικός ορισμός
láo
- εργασία
láo
- εργασία
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 劳, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 劳动 (láo dòng) : εργασία
- 劳驾 (láo jià) : με συγχωρείς
- 疲劳 (pí láo) : κούραση
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 操劳 (cāo láo) : δούλεψε σκληρά
- 功劳 (gōng láo) : πίστωση
- 勤劳 (qín láo) : εργατικός