加班
加班 ελληνικός ορισμός
jiā bān
- στο περασμα του χρονου
jiā bān
- στο περασμα του χρονου
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 加班
-
这个星期,我们几乎每天都加班。
Zhège xīngqí, wǒmen jīhū měitiān dū jiābān. -
任务还没完成,所以周末我们不得不加班。
Rènwù hái méi wánchéng, suǒyǐ zhōumò wǒmen bùdé bù jiābān.