助手 έννοια και προφορά

助手
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

助手 ελληνικός ορισμός

zhù shǒu

  • βοηθός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zhù): βοήθεια
  • (shǒu): χέρι