助
助 ελληνικός ορισμός
zhù
- βοήθεια
zhù
- βοήθεια
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 㝉 : to store; to stand; space between the door and the entrance screen;
- 伫 : to stand for a long time; to wait; to look forward to; to accumulate;
- 住 : ζω
- 壴 : (archaic) drum;
- 杼 : shuttle of a loom;
- 柱 : στήλη
- 柷 : percussion instrument, a tapering wooden bax struck from the inside with a drumstick;
- 注 : σημείωση
- 炷 : wick of an oil lamp; to burn (incense etc); measure word for lit incense sticks;
- 祝 : επιθυμία
- 筑 : χτίζω
- 箸 : (literary) chopsticks;
- 簗 : erroneous variant of 築|筑[zhu4];
- 纻 : ramie (Boehmeria nivea);
- 羜 : five-month-old lamb;
- 翥 : to soar;
- 苎 : Boehmeria nivea; Chinese grass;
- 蛀 : termite; to bore (of insects);
- 贮 : to store; to save; stockpile; Taiwan pr. [zhu3];
- 鋳 : Japanese variant of 鑄|铸;
- 铸 : εκμαγείο
- 馵 : (horse);
- 驻 : κάτοικος
Παραδείγματα ποινών με 助
-
为什么要帮助你?
Wèishéme yào bāngzhù nǐ? -
请帮助我找一家搬家公司,好吗?
Qǐng bāngzhù wǒ zhǎo yījiā bānjiā gōngsī, hǎo ma? -
这本词典对我的学习很有帮助。
Zhè běn cídiǎn duì wǒ de xuéxí hěn yǒu bāngzhù. -
我们需要一些帮助。
Wǒmen xūyào yīxiē bāngzhù. -
他很愿意帮助别人。
Tā hěn yuànyì bāngzhù biérén.
Λέξεις που περιέχουν 助, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 2
- 帮助 (bāng zhù) : βοήθεια
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 拔苗助长 (bá miáo zhù zhǎng) : αναβάθμιση
- 辅助 (fǔ zhù) : βοηθώ
- 借助 (jiè zhù) : με τη βοήθεια του
- 协助 (xié zhù) : βοηθώ
- 赞助 (zàn zhù) : ανάδοχος
- 助理 (zhù lǐ) : βοηθος διευθυντη
- 助手 (zhù shǒu) : βοηθός
- 资助 (zī zhù) : χρηματοδότηση