勇于 έννοια και προφορά

勇于
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

勇于 ελληνικός ορισμός

yǒng yú

  • γενναίος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (yǒng): γενναίος
  • (yú): σε