勇 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

勇 ελληνικός ορισμός

yǒng

  • γενναίος

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : wooden figures buried with the dead;
  • : to sing;
  • : raised path;
  • : to urge; to incite;
  • : to be angry; to like; variant of 湧|涌[yong3];
  • : για πάντα
  • : κολύμπι
  • : μέγα κύμα
  • : the Yongjiang river 甬江[Yong3 jiang1] through Ningbo 寧波|宁波[Ning2 bo1]; abbr. for Ningbo;
  • : sacrifice;
  • : chrysalis; pupa;
  • : πηδάω

Παραδείγματα ποινών με 勇

  • 哥哥是一个很勇敢的人。
    Gēgē shì yīgè hěn yǒnggǎn de rén.

Λέξεις που περιέχουν 勇, ανά επίπεδο HSK