勇
勇 ελληνικός ορισμός
yǒng
- γενναίος
yǒng
- γενναίος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 俑 : wooden figures buried with the dead;
- 咏 : to sing;
- 埇 : raised path;
- 恿 : to urge; to incite;
- 悀 : to be angry; to like; variant of 湧|涌[yong3];
- 永 : για πάντα
- 泳 : κολύμπι
- 涌 : μέγα κύμα
- 甬 : the Yongjiang river 甬江[Yong3 jiang1] through Ningbo 寧波|宁波[Ning2 bo1]; abbr. for Ningbo;
- 禜 : sacrifice;
- 蛹 : chrysalis; pupa;
- 踊 : πηδάω
Παραδείγματα ποινών με 勇
-
哥哥是一个很勇敢的人。
Gēgē shì yīgè hěn yǒnggǎn de rén.
Λέξεις που περιέχουν 勇, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 勇敢 (yǒng gǎn) : γενναίος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 勇气 (yǒng qì) : θάρρος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 见义勇为 (jiàn yì yǒng wéi) : δικαιολογώ
- 英勇 (yīng yǒng) : ηρωϊκός
- 勇于 (yǒng yú) : γενναίος