勤奋 έννοια και προφορά

勤奋
Απλοποιημένη λέξη
勤奮
Παραδοσιακή λέξη

勤奋 ελληνικός ορισμός

qín fèn

  • επιμελής

HSK level


Χαρακτήρες

  • (qín): επιμελής
  • (fèn): κουραστικός