勤 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

勤 ελληνικός ορισμός

qín

  • επιμελής

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : used in phonetic transcription -xine, -zine or -chin;
  • : to hold in (usually refers the mouth or eyes);
  • : (person);
  • : to capture;
  • : (fruit);
  • : πιάνο
  • : πουλιά
  • : Qin
  • : Phragmites japonica;
  • : Chinese celery;
  • : small cicada with a square head;
  • : to carve;
  • : (bird);
  • : leather shoes; leather belt; thin bamboo strips;

Λέξεις που περιέχουν 勤, ανά επίπεδο HSK