勤
勤 ελληνικός ορισμός
qín
- επιμελής
qín
- επιμελής
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 嗪 : used in phonetic transcription -xine, -zine or -chin;
- 噙 : to hold in (usually refers the mouth or eyes);
- 庈 : (person);
- 擒 : to capture;
- 檎 : (fruit);
- 琴 : πιάνο
- 禽 : πουλιά
- 秦 : Qin
- 芩 : Phragmites japonica;
- 芹 : Chinese celery;
- 螓 : small cicada with a square head;
- 锓 : to carve;
- 雂 : (bird);
- 靲 : leather shoes; leather belt; thin bamboo strips;
Λέξεις που περιέχουν 勤, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 勤奋 (qín fèn) : επιμελής
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 后勤 (hòu qín) : επιμελητεία
- 勤俭 (qín jiǎn) : σκληρά εργαζόμενος
- 勤劳 (qín láo) : εργατικός
- 辛勤 (xīn qín) : σκληρή δουλειά