匆忙 έννοια και προφορά

匆忙
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

匆忙 ελληνικός ορισμός

cōng máng

  • βιασύνη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (cōng): βιαστικός
  • (máng): απασχολημένος