忙 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

忙 ελληνικός ορισμός

máng

  • απασχολημένος

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : jargon;
  • : shaggy dog; striped;
  • : ridge-pole in roof;
  • : κατεργάρης
  • : 匛
  • : τυφλός
  • : crude saltpeter;
  • : μάνγκο
  • : απέραντος
  • : Mt Mang at Luoyang in Henan, with many Han, Wei and Jin dynasty royal tombs;
  • : sharp point; point of sword;
  • : black horse with a white face;

Παραδείγματα ποινών με 忙

  • 可能他正在忙。
    Kěnéng tā zhèngzài máng.
  • 这个星期,我很忙。
    Zhège xīngqí, wǒ hěn máng.
  • 你在忙什么呢?
    Nǐ zài máng shénme ne?
  • 我去请老师帮忙。
    Wǒ qù qǐng lǎoshī bāngmáng.
  • 这段时间我很忙。
    Zhè duànshíjiān wǒ hěn máng.

Λέξεις που περιέχουν 忙, ανά επίπεδο HSK