卡通 έννοια και προφορά

卡通
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

卡通 ελληνικός ορισμός

kǎ tōng

  • κοινουμενα σχεδια

HSK level


Χαρακτήρες

  • (kǎ): κάρτα
  • (tōng): διά μέσου