卡 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

卡 ελληνικός ορισμός

  • κάρτα

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : ancient name for an ethnic group in China;
  • : (used as phonetic 'ka');
  • : carbylamine; isocyanide;
  • : (chemistry) cadmium (old); (Tw) californium;

Παραδείγματα ποινών με 卡

  • 我想去银行办一张信用卡。
    Wǒ xiǎng qù yínháng bàn yī zhāng xìnyòngkǎ.
  • 我把信用卡的密码忘了。
    Wǒ bǎ xìnyòngkǎ de mìmǎ wàngle.
  • 我向银行申请了一张信用卡。
    Wǒ xiàng yínháng shēnqǐngle yī zhāng xìnyòngkǎ.
  • 我带的现金不太多,但是商店可以刷卡。
    Wǒ dài de xiànjīn bù tài duō, dànshì shāngdiàn kěyǐ shuākǎ.

Λέξεις που περιέχουν 卡, ανά επίπεδο HSK