危害 έννοια και προφορά

危害
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

危害 ελληνικός ορισμός

wēi hài

  • κανω κακο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (wēi): σε κίνδυνο
  • (hài): κανω κακο