厉害 έννοια και προφορά

厉害
Απλοποιημένη λέξη
厲害
Παραδοσιακή λέξη

厉害 ελληνικός ορισμός

lì hai

  • μεγάλος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (lì): αυστηρός
  • (hài): κανω κακο

Παραδείγματα ποινών με 厉害

  • 他感冒了,咳嗽得很厉害。
    Tā gǎnmàole, késòu dé hěn lìhài.
  • 他病得很厉害,住院了。
    Tā bìng dé hěn lìhài, zhùyuànle.