厉害
厲害
厉害 ελληνικός ορισμός
lì hai
- μεγάλος
lì hai
- μεγάλος
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 厉害
-
他感冒了,咳嗽得很厉害。
Tā gǎnmàole, késòu dé hěn lìhài. -
他病得很厉害,住院了。
Tā bìng dé hěn lìhài, zhùyuànle.